- φεμινιστικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με το φεμινισμό (βλ. λ.), αυτός που ταιριάζει στους οπαδούς του: Φεμινιστικές αντιλήψεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεμινιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον φεμινισμό ή στον φεμινιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεμινισμός / φεμινιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. φεμινιστικόν, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek